- περιπτυξώμεθα
- περιπτύσσωenfoldaor subj mid 1st plπεριπτύσσωenfoldaor subj mid 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
объ˫атисѧ — (1*), ОБЪИМ|ОУСѦ, ЕТЬСѦ гл. Заключить друг друга в объятия, обняться: и просвѣтимсѧ празднова(н)емь. и дру(г) друга обоимѣмъсѧ. (ἀλλήλους περιπτυξώμεϑα) ГБ XIV, 48а. Ср. обоу˫атисѧ1, обь˫атисѧ, обѧтисѧ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περιπτύσσω — ΝΜΑ (το ενεργ. και μέσ.) περιπτύσσομαι περιβάλλω κάποιον ή κάτι με τους βραχίονες και, κυρίως, κλείνω μέσα στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω (α. «λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα», Ακολ. Πάσχα β. «ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι… … Dictionary of Greek